- ἀπόμακτρον
- ἀπόμακτρονstrickleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόμακτρον — ἀπόμακτρον, το (Α) [απομάσσω] βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή) … Dictionary of Greek
ἀπόμακτρα — ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομάσσω — ἀπομάσσω (AM) [μάσσω] Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι 2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας 3. παίρνω αποτύπωμα II. ( ομαι) 1. αφαιρώ, αποβάλλω 2. σκουπίζω τα … Dictionary of Greek
ἀπόμακτρ' — ἀπόμακτρα , ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)